ἀμοργεύς

ἀμοργεύς
ἀμοργεύς, έως, ,
A one who presses olives, Poll.1.222.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμοργεῖς — ἀμοργεύς one who presses olives masc acc pl ἀμοργεύς one who presses olives masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ …   Dictionary of Greek

  • ἀμοργῇ — ἀμοργῆι , ἀμοργεύς one who presses olives masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”